O κιαχαγιάς και η πραμάτεια του στη λημνιακή



Κιαχαγιάς = τσαχαγιάς=κεχαγιάς
Αφαγωσά=το ταγίνι που έπρεπε να δώσει ο κεχαγιάς στο αφεντικό και το οποίο το καταριόταν
του ραβδέλιτ =το ραβδί
του κοπάδ = το κοπάδι
αγαλιά= έλλειψη γάλατος
Έπξεν του γάλα= έπηξε το γάλα
Περσογαλιά= αφθονία γάλακτος
Τυρβόλια = καλαθάκια που έβαζαν το τυρί φτιαγμένα από βούρλα
 τσίρος =το τυρόγαλο
τέντζερη =κατσαρόλα
Μλι =έντερο του δωδεκαδάκτυλου νεαρού ζώου, αρνιού ή κατσικιού, που το χρησιμοποιούσαν για να πήζουν το γάλα αφού προηγουμένως το είχαν ξεράνει. Αντικαθιστούσε τα παλαιά χρόνια την πυτιά.
Μντι= είναι το ξύλινο εργαλείο με το οποίο ανακάτευαν το τυρόγαλο, κοινώς το τσίρο, όταν το έβραζαν για να κάνουν τον αθότυρ,
αθοτύρ=το πρώτο ανέβασμα του τυρόγαλου, το ανθότυρο
σμάνουρα = τυρόγαλο που έχει μέσα  και κομμάτια πηγμένου γάλακτος
μ’ντρα= μάντρα
φραξίδ= η πόρτα της πρόχειρης περίφραξης
μπόντ’λας ή μπόντ’λος =μικρή  πόρτα της μάντρας απ’ όπου περνούσαν τα πρόβατα που πήγαιναν ένα ένα για άρμεγμα (μάντρα καλή μα ου μπόντιλας βουρ’νός)
σώμαντρο= περιφραγμένος χώρος στη μάντρα όπου συγκεντρώνονταν τα πρόβατα ώστε να οδηγηθούν για άρμεγμα
του χουραφ’=χωράφι
να ξισάσου τα ζα= να φροντίσω τα ζώα
πεκόψαν΄= απογαλάκτισαν
Προυβατούδια = πρόβατα
τ’ς αίγες= οι κατσίκες
διχορτέλα= αποκαλούσαν την κατσίκα που ήταν άσπρη κι είχε τη ράχη της μαύρη
γανάτο= το πρόβατο που δεν είναι άσπρο αλλά έχει χρώμα σταχτί
μαυρόψ= άσπρο πρόβατο το οποίο είχε μαύρο πρόσωπο
χελεδό= μαύρο πρόβατο το οποίο είχε άσπρη την κοιλιά του
μλάτο= άσπρο πρόβατο το οποίο στο πρόσωπο έχει κόκκινες βούλες
περκάτο= άσπρο πρόβατο το οποίο στο πρόσωπο έχει μαύρες βούλες
κδούνια =κουδούνια
τσαρκώνω= φυλάω τα αρνιά το απόγευμα για να μη βυζάξουν με σκοπό να  τα αρμέξω το πρωί
τα βόσκ’σεν =τα βόσκησε
χοιρόλομου ή χοιρόλαιμο ή γουρτζέλ= ο χοίρος
κουμάσι ή κ’μάσ’= κοτέτσι
ορνιθέλες =κοτοπουλάκια
ο πετ’νός ή πέτναρος = ο πετεινός, ο κόκορας 
π’λαδέλλα = κλώσσα
του σκλι= σκαλί, πέτρινο πεζούλι
του σαθύρ’= χωράφι μαντρωμένο με ξερολιθιές χαμηλού ύψους. Συνήθως στο σαθύρι υπήρχαν αμυγδαλιές.
Του ρυακούδ’=το ρυάκι
Σακάτ’ (τοπ.επίρ.) =προς τα κάτω
Σαπάν’(τοπ.επίρ.)=προς τα πάνω
Πανεδιώ(τοπ.επίρ)=εδώ πάνω
Παεινά(τοπ.επίρ)=εκεί πάνω
Ντέε= `πρόσταγμα γαιδάρου να κινηθεί
Ψώωω= πρόσταγμα γαιδάρου να σταματήσει
Ωωω χά= πρόσταγμα στις αγελάδες να σταματήσουν
Αθ’μάρι=θυμάρι

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη