Η παραδοσιακή οικία της Λήμνου


Η παλαιότερη μορφή οικίας της Λήμνου είναι το αγροτόσπιτο, το καλύβι. Στα τέλη του 19 και αρχές του 20 αιώνα άρχισαν να κατασκευάζονται οι πρώτες διώροφες κατοικίες.
Το καλύβι είναι ένα απλό στενομέτωπο μονόχωρο χαμόγειο οίκημα με κεραμοσκεπή.Λιτό και πρακτικό, πανομοιότυπο με τις οικίες της προϊστορικής Πολιόχνης.
Το αγροτόσπιτο ήταν πετρόχτιστο, με τοίχους που είχαν πάχος 65-80 εκατοστών, μια είσοδο και ένα ή σπανιότερα δυο στενόμακρα παραθυράκια.
«Τα προυτνά τα σπίτια ήταν καλύβια. Πριν τα σπίτια ήταν χαμόγεια κ’ ύστερα τα’ φκιαξαν ανώγεια. Παππούζιμ κάdαν σε καλύβ’, σε χαμόγειο»[1].
 Η στέγη ήταν τετράριχτη. 
Ο σκελετός της κεραμοσκεπής ήταν φτιαγμένος από ξύλα κυρίως καστανιάς. 
Το μεσοδόκι ή μισουδόκι ήταν μια ξύλινη δοκός  κατά μήκος της οικίας, η οποία υποστηριζόταν από τα δυο αετώματα, τα καλκάνια.
Εγκάρσια στο μεσοδόκι τοποθετούσαν τα καπρούλια και έτσι πέτσωναν την στέγη. Αν δεν είχαν ξύλα γιατί ήταν πολύ ακριβά χρησιμοποιούσαν για το σκέπασμα  του σκελετού αντί για τα καπρούλια, καλάμια (τα οποία υπήρχαν άφθονα στο χωριό).
«Άμα θέλ’ ένας να σκιπάσ’ του σπίτι τ’ , φουνάζ ’ κουρίτσια κι αυτά ανιβαίν’ν απάν’ στα καπρούλια,κάθουντι και δεν’ν τα καλάμια.Τα δεν’ν μι βούρλα. Κατόπ’ η νοικοκυρά τα μαγερεύ’ μακαρόνια ή φλουμάρια και τα φ’λεύ’.Η πληρουμή είν’ αυτή. Μετά θα ρήξουν κουμ’διές, πουλλές πολλές, τις πατούν καλά στα καλάμια κι τις στρών’ν, για να ‘ναι ίσια. Ύστερα κουβαλούν λάσπ’ ανακατεμέν’ με άχιρα κι κουμ΄διές κι αφού ξιραθή καλά.τότις θα βάλουν τα κιραμίδια.Τη λάσπ’ τη βάζουν για του κρύου ,τα καλάμια γλέπ’ς είνι ψιλά κι χουρίς ταβάν’ του σπίτ’ θα ήταν κρύου του χειμώνα κι ζιστό του καλουκαίρ'. Κι τα κιραμίδια δεν τα βάζουν μι λάσπ’,αλλά τα πετρώνουν,βάζουν πέτρις απάν’».(Γεώργιος Μέγας,1940)
Από πάνω έβαζαν την  κομδιά ή κουμδιά ( ξερά φύκια), το σαμάκι[2] και κάλυπταν την στέγη με λάσπη από χώμα και  άχυρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τα βυζαντινά κεραμίδια τα οποία πολύ συχνά σκέπαζαν με πέτρες για να μην τα συμπαρασύρει ο βοριάς.
Την κομδιά και το σαμάκι, τα χρησιμοποιούσαν ως μονωτικά υλικά.
Το γείσον της στέγης το αποκαλούν «παραφτέρωση».
Μπορούσε μια στέγη να αποτελούσε στέγη για δυο και τρία σπίτια. «Μια σκέπα τρίγια σπίτια, τέσσερα σπίτια! έκαμνε καθένας μονάχα τρείς τοίχ’. Είχαν και θυρίδες κ’έδινεν η μια την άλλ’ κστελιάτ’κο. Μονοιασμένος κόσμος(όχ’ πως ήταν αδέλφια. Είχαν και κρυβτσάνες μέσ’ στον τοίχο, στην πόρτα ποπίσ’, στο παχνί ποκάτ, για να βάζουν χρήματα, πράγματα…»
Η κύρια είσοδος του καλυβιού ήταν μονόφυλλη και σπανιότερα δίφυλλη. 
Η μονόφυλλη πόρτα ήταν κατασκευασμένη από κάθετες μικρές σανίδες ξύλου, τις οποίες είχαν στηρίξει σε δυο οριζόντιες σανίδες. 
Όταν χρησιμοποιούσαν δίφυλλη πόρτα συνήθως στις διώροφες κατοικίες από μέσα την αμπάρωναν με δυο οριζόντια  σίδερα, τα οποία στηριζόντουσαν στον τοίχο και τα οποία θηλύκωναν πάνω στα φύλλα της πόρτας.
Στα παράθυρα, τις περισσότερες φορές δεν χρησιμοποιούσαν παντζούρια αλλά για ασφάλεια τα προστάτευαν με κάγκελα.
Μέσα στην οικία ήταν κατασκευασμένη από την λιθοδομή της η γωνιά, το τζάκι το οποίο χρησιμοποιούσαν για να μαγειρεύουν και για να θερμαίνονται τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Από την οροφή κρεμόταν η κανιά (ένα ξύλο το οποίο λειτουργούσε ως κρεμαστό ράφι) πάνω στο οποίο έβαζαν τα ξερά τυριά και τα καρβέλια ψωμί.
Το πάτωμα ήταν φτιαγμένο από σανίδια ενώ οι τοίχοι ήταν σοβατισμένοι με λάσπη και άχυρα.
Για έπιπλα χρησιμοποιούσαν  μια ξύλινη πιατοθήκη και το σοφρά ως τραπέζι. Γύρω από το σοφρά τοποθετούσαν τα π’σκεφαλι’ (μαξιλάρια) πάνω στα οποία καθόντουσαν. 
Κοιμόντουσαν πάνω σε στρώματα τα οποία έστρωναν πάνω στα σανίδια.
Τα στρώματα ήταν γεμισμένα με μαλλί ενώ τα μαξιλάρια και τα παπλώματα  με  βαμβάκι.
Τα παπλώματα ήταν καπλαντισμένα με υφαντά σεντόνια, τα οποία ύφαιναν οι ίδιες οι νοικοκυρές.
 Για τον φωτισμό της οικίας χρησιμοποιούσαν το λυχνάρι και αργότερα την λάμπα πετρελαίου.
Το λυχνάρι ή την λάμπα την τοποθετούσαν πάνω σε ένα ξύλινο στήριγμα, λυχνοστάτη,  το οποίο είχε το σχήμα Τ και το οποίο είχαν στηρίξει στην μέση του τοίχου για να διαμερίζεται το λιγοστό φως σε όλο το χώρο.
 Χαρακτηριστικό λημνιακό σπίτι ήταν η «αξάτα». Μονοσπίτι με μια κάμαρα χωρίς μεσοχωρίσματα. 
Πέτρινη σκάλα οδηγούσε  στο ανώγειο του σπιτιού. Στο κατώγειο υπήρχαν τα ζώα ή κάποιες φορές τα αμπάρια με τους καρπούς.
Οι διώροφες κατοικίες άρχισαν να κατασκευάζονται προς το τέλος του 19 αιώνα. Μια ξύλινη δοκός συγκρατούσε το ξύλινο πάτωμα του δεύτερου ορόφου και μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε σε αυτό.
Τα δωμάτια του δευτέρου ορόφου ήταν συνήθως δυο και λειτουργούσαν ως κρεβατοκάμαρες. Στο ισόγειο υπήρχαν η κουζίνα  και  το καθιστικό .
Η μεσάντρα, ξύλινος σανιδένιος τοίχος χώριζε τα δωμάτια. Η μεσάντρα από την μια πλευρά λειτουργούσε ως ντουλάπα ενώ από την μεριά της σκάλας κατέληγε σε ένα μπουφέ.
Η λημνιακή  οικία συμπληρώνεται από τους βοηθητικούς χώρους, όπως είναι  το παρασπίτι (χώρος για την αποθήκευση των σιτηρών, του παστού κρέατος ,των τυριών, των οσπρίων, του βαμβακιού, του οίνου και του τσίπουρου), ο φούρνος ( το ψωμάδιο),  το κουμάσι για τις κότες, η στέρνα (για να συλλέγουν το βρόχινο νερό) και σε σπάνιες περιπτώσεις το λακαριό.
Ευαγγελία Χ.Λιάπη


Υλικά για την κατασκευή της Στέγης
Μεσοδόκι
Καλκάνια
Καπρούλια ή Καλάμια
Κουμδιά (ξερά φύκια)
Σαμάκι
Λάσπη (χώμα και άχυρα)
Βυζαντινά Κεραμίδια
Πέτρες για στήριγμα των κεραμιδιών




[1] Μαρτυρία του Φυσινιώτη  Κωνσταντή Ατταλιώτη στο  λαογράφο Γεώργιο Μέγα(Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου Αθήνα, 1940).
[2] Το σαμάκι το έπαιρναν από ένα φυτό την ασαμακιά το οποίο φύτρωνε στην ακροθαλασσιά. Το σαμάκι έχει την ιδιότητα να είναι αδιάβροχο.

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη