Χριστουγεννιάτικα Έθιμα της Λήμνου


Από τις αρχές του Δεκέμβρη οι λημνιές νοικοκυρές ετοίμαζαν και καθάριζαν το σπιτικό τους. Ζύμωναν και το ψωμί για όλο το δωδεκαήμερο[1], πριν έρθουν οι καλικάντζαροι.
Την περίοδο του δωδεκαημέρου την χαρακτήριζαν ως ιδιαίτερη και την πρόσεχαν πολύ. Φρόντιζαν  η φωτιά στο τζάκι[2] να είναι  πάντα αναμμένη και να μη σβήνει ,για να κρατάει ζεστό το νεογέννητο Ιησού.
Στο τζάκι φρόντιζαν να τοποθετήσουν  ένα πολύ μεγάλο ξύλο που με επιμέλεια είχαν διαλέξει από το καλοκαίρι, για να κρατήσει 12 ημέρες.
Αν στη φωτιά κατάφεραν να βάλουν ένα ξύλο από θηλυκό δένδρο(π.χ. αμυγδαλιά) και ένα από αρσενικό(π.χ. κέδρο) αυτό το θεωρούσαν πολύ καλό για την οικογένεια.
Το να βρουν ξύλα στη Λήμνο,  για να τα κάψουν στο τζάκι τα παλαιότερα χρόνια ήταν πολύ δύσκολο.
Έτσι, όταν κλάδευαν κάποιο δένδρο φύλαγαν τα ξύλα με ιδιαίτερη προσοχή για τις δύσκολες ημέρες του Δωδεκαημέρου.
Τη στάχτη που μάζευαν όλες αυτές τις ημέρες την κρατούσαν και την παραμονή των Φώτων, τη σκόρπιζαν περιμετρικά του σπιτιού για προστασία από το κακό.Ενώ την υπόλοιπη στάχτη, την έριχναν στα χωράφια.
Πίστευαν ότι η στάχτη του Δωδεκάμερου προστάτευε απ' τα ζιζάνια τ' αμπέλια αλλά   και τα σπαρμένα χωράφια  με σιτάρι.
Θεωρούσαν επίσης ότι η στάχτη από τα ξύλα που για δώδεκα ημέρες είχε ζεστάνει τον Ιησού ήταν ευλογημένη και θα τους προστάτευε από κάθε κακό.
Απόφευγαν κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου να λουστούν γιατί τα νερά ήταν μολυσμένα από τους  καλικάτζαρους και τ΄ άλλα ξωτικά.
Λουζόντουσαν στις 5 Ιανουαρίου αφού τα ύδατα είχαν πρωτοαγιαστεί κι ο ιερέας είχε αγιάσει το σπίτι με τον αγιασμό.
Πίστευαν πως ήταν πολύ κακό να αφήσουν ρούχα τους έξω τη νύχτα. Για το λόγο αυτό, πολύ πριν σκοτεινιάσει είχαν μαζέψει  τα ρούχα και τα παπούτσια τους μέσα στο σπίτι.
Απόφευγαν επίσης να γυρίζουν άσκοπα στην εξοχή και  πολύ πριν σκοτεινιάσει είχαν επιστρέψει στο σπιτικό τους.
Την παραμονή των Χριστουγέννων τα παιδιά σχημάτιζαν παρέες, άναβαν τα φαναράκια τους και πήγαιναν από γειτονιά σε γειτονιά κι από πόρτα σε πόρτα για να πουν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Ένα παιδί κρατούσε ένα καλάθι και μέσα εκεί οι νοικοκυρές άφηναν τα ασημώματα και τα κεράσματα[3].
Χριστούγεννα:Αξημέρωτα κτυπούσαν οι καμπάνες της εκκλησίας και όλοι πήγαιναν στη λειτουργία. Όταν επέστρεφαν στο σπίτι η νοικοκυρά τους φίλευε κοτόσουπα που είχε από βραδύς ετοιμάσει.
26 Δεκεμβρίου:Το πρωί έσφαζαν το χοίρο σε ανάμνηση της σφαγής των νηπίων από τον Ηρώδη.
Κάθε οικογένεια του χωριού είχε θρέψει για την ημέρα αυτή ένα τουλάχιστον «γουρτζέλ».
Οι φωνές των χοίρων κατά την σφαγή, τους θύμιζαν τις φωνές των νεογέννητων παιδιών κατά τη σφαγή που διέταξε ο Ηρώδης..
Έσφαζαν λοιπόν οι άνδρες το χοίρο κατά παρέες, πρώτα του ενός στην συνέχεια του άλλου, οι γυναίκες τους τηγάνιζαν το συκώτι για τους φιλέψουν, μαζί με άφθονο κρασί.
Το δέρμα του χοίρου το άπλωναν κοντά σε ένα δένδρο σιμά στο σπίτι για να τους προστατεύει.
Πίστευαν ότι το δέρμα του χοίρου λειτουργούσε ως αλεξικέραυνο.
Με το δέρμα αυτό τα παλαιότερα χρόνια έφτιαχναν τα τσερβούλια και τις λαγάρες.
Μετά την σφαγή οι γυναίκες έπαιρναν το κεφάλι το ζεμάτιζαν, στη συνέχεια  το ξύριζαν, το καθάριζαν πολύ καλά, το έπλεναν και  το έβραζαν.
Όταν είχε βράσει και ήταν έτοιμο το σερβίριζαν σε πιάτα μαζί με φέτες  από  λεμόνι, πιπέρι, σκόρδο και το άφηναν να κρυώσει και να πήξει και έτσι έφτιαχναν την πηχτή.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας έκαναν τις αποσορτές.
«Αποσορτή» ή «αποσουρτή» ονόμαζαν ένα μέρος, το μπροστινό από την  κοιλιά και το θώρακα  του χοίρου, το οποίο μετά την σφαγή οι γυναίκες το έπαιρναν και το βράδυ μαζευόταν παρέες και το τηγάνιζαν.
Από την ονομασία του κρέατος αποσορτή ονομάστηκαν κι αυτές οι συνάξεις «αποσορτές».
Για να το διατηρήσουν το υπόλοιπο  κρέας το έκαναν καβουρμά. 
Το έκοβαν σε πολύ μικρά κομματάκια, το τσιγάριζαν και στη συνέχεια το τοποθετούσαν σε ένα κιούπι ή σε ένα ντενεκέ  και από πάνω έβαζαν το λίπος του και έτσι το διατηρούσαν για να περάσουν ολόκληρη την υπόλοιπη χρονιά. «τ’γάνσι καβουρμά μητ’λιγδα» δηλαδή τηγάνισε τον καβουρμά με λίπος χοιρινού, συνήθιζαν να λένε.
Ευαγγελία Χ.Λιάπη

[1]Δωδεκαήμερο ονομάζουν την περίοδο από την παραμονή των Χριστουγέννων  μέχρι και την παραμονή των  Φώτων( δώδεκα ημέρες).
[2] Η φωτιά στο τζάκι έπρεπε να είναι αναμμένη για να εμποδίζει και τους καλικάντζαρους να μπουν στο σπίτι.
[3] Τα ασημώματα ήταν συνήθως δεκάρες και τα κεράσματα ξηροί καρποί(κυρίως ξερά σύκα κι αμύγδαλα) και δίπλες.

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη